Αφότου πέθανε η μάνα μου δεν είδαμε στο σπίτι τσουρέκι ούτε για δείγμα. Χριστούγεννα και Πάσχα περνούσαν άοσμα. Θες για να μην επιστρέψει έντονη η εικόνα της και μας πάρει από κάτω η στενοχώρια. Θες για να μη μας λείψει διπλά, αν εκείνα βγαίναν μάπα. Κανείς μας δεν τόλμησε ένα τέτοιο εγχείρημα. Η συνταγή ήταν εκεί στο συρτάρι της, μαζί με άλλες παλιοκαιρισμένες σελίδες ανάκατα βαλμένες σε κιτρινισμένα εγχειρίδια κατσαρόλας με στίγματα που μαρτυρούσαν χρόνια χρήση. Έτσι μένανε από τότε σαν να πήραν σύνταξη και ξεκουράζονταν μέχρι να πεθάνουν. Κάτι θείες που τον πρώτο καιρό στέλναν κανά πεσκέσι έπαψαν να ασχολούνται με την ανάγκη μας για ένα υποκατάστατο. Τίνος πράγματος άραγε; Άλλωστε οι ζαχαροπλαστικές τους δεξιότητες, που ουδέποτε εποδοκιμάστηκαν – πόσο μάλλον εγκωμιάστηκαν – από τη μάνα μου, δύσκολα γλίτωναν από τον πέλεκυ της ετυμηγορίας της: σαν το μουνί τους τα έκαναν, έλεγε χαριτωμένα για τίποτα κουλουράκια που έστελναν κατά καιρούς.
Αθυρόστομη δεν ήταν η μάνα μου. Μια δυο βρισιές θα ξεστόμιζε που και που, που πέφταν διάνα στην περιγραφή της κατάστασης ή του ανθρώπου. Εκτός από την προαναφερόμενη, αναγκαζόταν να αποκαλέσει, όταν τα φέρναν έτσι οι περιστάσεις, τον πατέρα μου – και σύζυγό της, μαλάκα. Δεν ακουγόταν το ίδιο φτηνό από τα χείλη της. Είχε μια βαρύτητα ο λόγος της σαν τελεσίδικη απόφαση δικαστηρίου. Όλοι πέφταμε σε σιγή. Κι εκείνη για να σπάσει τη σιωπή που η ίδια προκάλεσε, επιστράτευε πάλι μια από τις μαγικές φράσεις της που έκαναν τα πράγματα να ξαναπαίρνουν μπρος: θα πιάσω μαγιά για τσουρέκια ή θα σπάσω καρύδια για σαραγλί. Τα πρόσωπα όλων φωτίζονταν, μαζί και του πατέρα, που έχασκε στο μισοσκόταδο.
Τώρα μέσα στο υπόφωτο της μέρας των Χριστουγέννων, οι μαγικές λέξεις που μεταμόρφωναν την ατμόσφαιρα ήταν βαθιά κρυμμένες στα ντουλάπια, σαν ξεραμένα ψίχουλα πίσω από μισοτελειωμένα βάζα με μαρμελάδα και τουρσί. Λέξεις που φορούσαν ένα κρυφό χαμόγελο στα πρόσωπά μας που πάντα κάλυπτε σαν πέπλο η παραδοσιακή καντίφλα. Γιατί τα Χριστούγεννα δεν ήταν από μόνα τους μαγικά. Τίποτε δεν έμπαινε στον αυτόματο πιλότο της αργίας και της θαλπωρής από μόνο του.
Αν για παράδειγμα ήσουν οδηγός ΚΤΕΛ, πάλι θα ‘κανες τη βάρδια σου για να μεταφέρεις κάτι δεύτερα ξαδέρφια που πήγαιναν να βρουν το μακρινό τους σόι, από την μια μεριά του Νομού στην άλλη. Και πάνω στο τιμόνι θα σκεφτόσουν την οικογένειά σου να τρώει δίχως εσένα. Με στεναχώρια ή ανακούφιση, κανείς δεν ξέρει. Αν πάλι είχες ζωντανά, θα θελαν κι αυτά να ΄φανε χρονιάρες μέρες που ‘ταν. Πάλι θα πρεπε να τα αρμέξεις, να τραβήξεις την κοπριά κάτω από τα πόδια τους για να πέσουν να κοιμηθούνε πάνω στα στεγνά, ζεστά άχυρα. Μπορεί να ‘χες και τίποτα γεννητούρια. Τότε κι αν δεν ήταν μεγαλύτερη ανάγκη να ετοιμάσεις ένα ζεστό, ήσυχο μέρος για το νεογέννητο. Ίσως μια μικρή φάτνη που λέει ο λόγος.

Μια χρονιά, ανήμερα Χριστουγέννων, οι αγελάδες μας, είχαν πιάσει όλες μαστίτιδα. Υπέφεραν, το γάλα φύρα, το πίναν τα γουρούνια και το υπόλοιπο το χύναμε στο κανάλι. Η κοπριά συσσωρευόταν γύρω από τα παχνιά. Περιττό να πω πως εκείνα τα Χριστούγεννα ήταν σκατά. Ίσως όχι χειρότερα από τα άλλα, που ο πατέρας ομολόγησε στην μάνα μου πως είχε πάει με την Τζίνα, τη ζωντοχήρα με τις βυζάρες. Παραμονή Χριστουγέννων απόγευμα, μετά το άρμεγμα, ντύθηκε, πλύθηκε διεξοδικά όπως όταν πλένονται οι άντρες για να πάνε στην πουτάνα, φόρεσε τη μάλλινη φανέλα, λευκό κολλαριστό πουκάμισο και την γραβάτα του και βγήκε από την πίσω πόρτα περπατώντας στις μύτες των παπουτσιών. Τα ξημερώματα γύρισε με ένα μάτσο πεντοχίλιαρα που ξεχύνονταν απ’ τις τσέπες του παντελονιού – μπαρμπούτι και κολτσίνα- ζέχνοντας τσίπουρο και βρόμικο λουκάνικο. Το μάτι της μάνας μου έπεσε πάνω στην τρίχα της βρομιάρας. Ήταν από τις φορές που θα ξεστόμιζε το «μαλάκα», μεστό, αιχμηρό, σαν ταγγισμένο λουκάνικο.
Κάτι άλλα Χριστούγεννα θα περνούσαν το ίδιο βαρετά όσο η υπόλοιπη χρονιά. Ο μεγάλος μου αδερφός θα έπαιζε Aτάρι με τους φίλους του, κι εγώ θα έβλεπα σε μεσημεριανή επανάληψη το εορταστικό πρόγραμμα του Μέγκα: μια βραδιά με τον Καρρά και τη πρωτοεμφανιζόμενη Δέσποινα Βανδή. Στην πίστα των τσουρεκιών όμως δεν σημειωνόταν πάντα η ίδια επιτυχία. Κυρίως επειδή δεν φούσκωναν αρκετά. Έβγαιναν μπασμένα.
Για να φουσκώσει το τσουρέκι θέλει ζέστη. Θα άναβε ο παππούς μου από το πρωί τη μασίνα και το κουζινάκι θα ‘πιανε θερμοκρασίες σάουνας. Έμπαινε η μάνα μου με καλυμμένο κεφάλι φορώντας κάτι φαρδιές πουκαμίσες και σαλβάρια, σαν τσιγγάνα, κι άρχιζε το ζύμωμα με ζήλο. Πάλευε θαρρείς στο λιοπύρι να κατευνάσει την μανία του ήλιου. Μουρμούριζε ακατάληπτα λόγια τραγουδιστά. Ίσως τίποτα ευχές και προσευχές. Ίσως ξόρκια τσιγγάνικα. Ποιος ξέρει. Όταν τελικά η ζύμη φούσκωνε διπλάσια, έβγαινε απ’ το δωμάτιο με πρόσωπο θριαμβευτικό, σαν μαιευτήρας μετά από μια δύσκολη μα επιτυχή γέννα.

Ήταν φορές όμως που, πότε για να πάρει τον ρεντέ, την μπακιρένια τσάκα του παππού ή να ψάξει για τη ποδιά της, η γιαγιά μου θα μπαινόβγαινε στο δωμάτιο με αποτέλεσμα να μπάζει αέρα και να κρυώνει η ζύμη. Ύστερα την πιάνεις με κάνα ξύλο, θα γρύλιζε η μάνα μου που ήθελε να την αρπάξει απ’τα μαλλιά αλλά αντ’αυτού ίσιωνε το τσεμπέρι της και ξαναριχνόταν στη μάχη να ανασύρει αν μπορούσε τη ζύμη από τα τάρταρα και την χαμένη από χέρι υπόληψη των φετινών τσουρεκιών.
Άλλοτε η δόση θα ‘ταν τόσο μεγάλη που φτάναμε στο σημείο να τρώμε μέχρι των “Ξερών Ιεραρχών” όπως καταλήξαμε να λέμε τη μέρα των τριών αγίων όπου φέρναμε βόλτα κάτι τελευταίες ξεραμένες γκουμούτσες εναπομείναντος τσουρεκιού.
Το Πάσχα μαζί με το θείο δράμα επαναλαμβανόταν το δράμα των τσουρεκιών. Καταρχήν, περιμέναμε την κουλούρα με το αυγό που θα έστελνε η νονά μας. Πότε με τα ΕΛΤΑ που σήμαινε ότι ο ταχυδρόμος θα το παρέδιδε μετά την Κυριακή του Θωμά, οπότε το αυγό θα ήταν μουχλιάσμένο, πότε με τα ΚΤΕΛ, που κατέληγαν στραπατσαρισμένα ανάμεσα σε καφάσια με σπαράγγια και άλλα μπαγκάζια. Εμείς δεν είχαμε βαφτιστικό, αλλά η μάνα μου έστελνε δυο τρία τσουρέκια σε ένα παιδάκι από τη Σερβία. Το παιδάκι αυτό – ας τον πούμε Ιβάν – είχε χάσει τους γονείς του κατά τη διάρκεια του πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Μετά τον πόλεμο πολλές οικογένειες στην Ελλάδα φιλοτιμούνταν να φιλοξενήσουν για δυο-τρεις βδομάδες ένα άτυχο παιδάκι του πολέμου. Όλα είχαν καλώς εκτός του ότι η μάνα μου δεν γνώριζε- κι ούτε έμαθε ποτέ – ότι ο Ιβάν έπιανε το μπούτι της αδερφής μου κάτω από το γιορτινό τραπέζι και γενικά της έκανε διάφορα, όχι ιδιαίτερα σοβαρά αλλά που εκείνη τα έβρισκε βρομερά κυρίως επειδή ο Ιβαν είχε δυο μεγάλα, κίτρινα, μπροστινά δόντια κι έμοιαζε σαν άσχημο κουνέλι. Δεν ήταν βέβαια σαν το γυμνασιόπαιδο τον Παντελή που εκείνη δεν παρέλειπε κάθε τρεις και λίγο να μας λέει πως είναι γλύκας και θέλει να τον σφίξει στην αγκαλιά της. Τώρα βλέπει τα τσουρέκια και αναρωτιέται αν ο βρωμο-Ιβάν καταλαβαίνει τον λόγο που λαμβάνει τα τσουρέκια το Πάσχα αντί για τα Χριστούγεννα ως ανάμνηση της φιλοξενίας. Δυο τρεις φορές πήγε κρυφά και μαγάρισε τα τσουρέκια που ήταν προορισμένα για τη Σερβία. Τα έγλειψε με τη γλωσσάρα της καλά-καλά και τα έβαλε κάτω από τις ιδρωμένες της μασχάλες. Τον φανταζόταν να τα τρώει με λαιμαργία, να μπήγει τις δοντάρες του και να καταπίνει με ηδονή.
Πλέον δεν στέλνουμε τσουρέκια στη Σερβία. Πάνε εκείνα τα μπερεκέτια. Ο καθένας να σταθεί στα πόδια του. Κάθε οικογένεια τα τσουρέκια της κι εμείς τα δικά μας.
Τις προάλλες είδα ένα όνειρο. Θες η ζέστη, θες που είχα φάει αργά. Ήταν η μάνα μου. Μπήκε από την μεγάλη πόρτα της σάλας. Τα χέρια της με αλεύρι μέχρι τον αγκώνα, διπλωμένα μέχρι πάνω τα μανίκια από το μαντό της, κρατούσε τη μαύρη δερμάτινη τσάντα που είχε για την Εκκλησία. Που πας καλέ μάνα έτσι, τόλμησα να ψελλίσω αλλά εκείνη δεν πήρε πρέφα, συνέχισε προς τη τραπεζαρία κι ύστερα η εικόνα της έσβησε μονομιάς. Ξύπνησα λες και έπεσε ξαφνικά το ρεύμα που σταμάτησε τη λήψη. Σαν να χώνεψα ό,τι είχα φάει και έπαψε η τροφοδότηση του ονείρου.
Ανεξήγητα πράγματα όσο κι αν οι ονειροκρίτες βρίθουν εξηγήσεων. Ο κάθε ένας δε που ρώτησα έλεγε το μακρύ του και το κοντό του. Αν σε κοίταξε πάει να πει πως έχει παράπονο, αν όμως απέστρεψε το βλέμμα σημαίνει πως κάποιον που αγαπούσε δεν τον βλέπει χαρούμενο. Αν πήγε να αφήσει την τσάντα θα πει πως θα πάρεις κακά μαντάτα αν όμως πήρε μαζί της τη τσάντα και είδες την πλάτη της σημαίνει πως κάποιος συγγενής σου θα ακούσει καλό ή κακό νέο. Τρέχα γύρευε. Τελικά στο τέλος όλοι ρωτήσανε αν έφαγα τυρί και μάλιστα φέτα και απέδωσαν το αλλόκοτο όνειρο σε αυτό και μόνο.
Πάντα όμως το μυαλό καθαρίζει και μένει το νόημα της στιγμής να φωτίζει σαν μικρό γυαλιστερό αστέρι στον ουρανό του λυκόφωτος.
Έγινε μες το καλοκαίρι της συγκομιδής και του θερισμού. Έξω κουφόβραση. Ντάλα ο ήλιος. Έβραζαν τα πάντα. Άνοιξα το συρτάρι και γλίστρησε στα χέρια μου η συνταγή. Ένιωσε την ώρα της να έρχεται ξανά. Το κουζινάκι ήταν σκέτος φούρνος. Άναψε η ζύμη κατευθείαν. Κόχλαζε σχεδόν και θέριευε. Μέσα στο μισάωρο είχε γίνει βουνό. Βλογημένο καλοκαίρι. Έπλασα καμιά δεκαριά κουλούρες και τις πέταξα τρεις-τρεις στα λαδωμένα ταψιά. Ξεκίνησα να φουρνίζω. Ξεπετάγονταν μέσα στο εικοσάλεπτο. Μύρισε η πλάση.
Δεν άργησαν πολύ να ακουστούν οι πρώτοι θόρυβοι σαν ανησυχία από μακριά. Μαζεύτηκαν οι γείτονες απ’ έξω. Παλάβωσε ο Βασιλάκης λέγανε. Τι ψήνεις μωρέ καλοκαιριάτικά και μας έσπασες τη μύτη;
Σε λίγο μαζεύτηκε σχεδόν όλο το χωριό.

Ο ήλιος συνέχισε να καίει αλλά η περιέργεια των χωριανών έκαιγε περισσότερο. Χωρίς δισταγμό άνοιξα την πόρτα και άρπαξα το πρώτο ταψί. Μακρόστενο, μαύρο και γυαλιστερό κουβάλαγε τη φρέσκια ψίχα καλυμμένη από ροδαλή ψιλή κόρα και λαμπύριζε στον ήλιο. Το ακούμπησα στο κάγκελο της βεράντας. Ένιωσα την καυτή λαμαρίνα στα χέρια μου. Τι κάνεις Βασιλάκη; Τσουρέκια έφτιαξες καλοκαιριάτικά;
Ε τσουρέκια τι άλλο; κι αρχίσαμε όλοι να γελάμε.
Άρχισα τότε να κόβω τις αχνιστές πλεξούδες. Ζεστή η σάρκα τους ακόμα κοβόταν χωρίς αντίσταση. Χοντρές οι ίνες, αποχωρίζονταν και γέμιζαν τα χέρια των χωριανών. Αρωματιζόταν η πνιγηρός αέρας με μαχλέπι και κακουλέ. Σαν λιβάνι δυνατό η μαστίχα. Αφράτα τα κομμάτια, σπαρταρούσαν. Τα ‘φερναν κοντά στο στόμα τους και τα μύριζαν. Τρώγαν το κομμάτι τους και απομακρύνονταν.
Σε χρόνο μηδέν δεν είχε μίσκει τίποτα παρά τρίμματα μονάχα που τα σκόρπισα στο καυτό πεζούλι χτυπώντας τα ταψιά συνθηματικά. Αμέσως κατέφτασαν νευρικά κάτι γκουγκούφκες. Τα καθάρισαν με το μικρό τους ράμφος κι ύστερα πέταξαν μακριά; ώσπου γίναν μικρά μαύρα στίγματα στα μάτια μου. Μου μείναν αμανάτι τα άδεια ταψιά να ‘χω να πλένω όλο το απόγευμα.






Leave a comment