Ο άη Δημήτρης είναι ο πολιούχος άγιος της Θεσσαλονίκης αλλά και του χωριού μου. Είναι λίγο ξεπερασμένος άγιος, λίγο παλιομοδίτικος, καθώς σε αντίθεση με πιο δημοφιλείς αγίους όπως ο Ραφαήλ που ακόμα και στις μέρες μας κάνει διάφορα θαύματα, ο άη Δημήτρης μόνο μυροβλύζει. Είναι Μυροβλύτης. Βέβαια είναι ένδοξος άγιος και πρωτοστατεί στο «πάνθεο» των αγίων και στην ονοματοδοσία των παιδιών. Δημήτρης, Δημητράκης, Τάκης, Τακούλης. Το δε πανηγύρι, κάθε χρόνο ανήμερα της επετείου του μαρτυρίου του, στην πόλη του την Θεσσαλονίκη, δεν έχει προηγούμενο. Έτσι, ανήμερα του αγίου Δημητρίου είχαμε και στο χωριό μου πανηγύρι. Δεν είχαμε όμως την σωστή εμποροπανήγυρη με όλα τα συμπαρομαρτούντα, κουρσάκια, μαλλί της γριάς, απαίσια καραμελωμένα μήλα. Βασικά δεν είχαμε τίποτα. Ήταν σκέτο ξενέρωμα, απλά το λέγαν πανηγύρι εθιμοτυπικά.
Υποτίθεται ότι υπήρχε ένα πανηγυρικό κλίμα. Η αλήθεια είναι ότι ο παπά Γρηγόρης έβαζε τα εορταστικά του άμφια. Τα είχε εμφανίσει μια Κυριακή θυμάμαι, μετά την επιστροφή του από την επισκοπή Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας, όπου και τα προμηθεύτηκε από κάποια εκκλησιαστική μπουτίκ φαντάζομαι της Εδέσσης, έδρας της επισκοπής, πρώην Βοδενών, από το σλαβικό νερό. Το σλαβικό νερό θα μπορούσε να σταθεί και ως όνομα μπουτίκ αλλά στην προ ελληνικής κυριαρχίας περίοδο. Μετά αλλάξαν όλα τα τοπωνύμια, τα Βοδενά έγιναν Έδεσσα, ενώ οι μπουτίκς πήραν ονόματα όπως «Αλέκα», «Μαίρη» και «Το όνειρο» για είδη γάμου και βαφτίσεις. Βόντα το νερό στα σαλβικά, αλλά αν διψάς λες το νερό νεράκι σε όποια γλώσσα κι αν είναι, για να μην ξεχνιόμαστε.

Οι Σλάβοι έχουν το κυριλλικό αλφάβητο και οι Έλληνες το φοινικικό. Ο παπά Γρηγόρης δε ήταν κομμάτι αναλφάβητος και έβοσκε πρόβατα ώσπου του γινε η πρόταση να γίνει παπάς. Δεν τα πήγε κι άσχημα. Μορφώθηκε και λιγάκι, τι λιγάκι δηλαδή, που από κει που μιλούσε σχεδόν μόνο “ντόπικα” ήτοι γλωσσικόν ιδίωμα προσιδιάζον την σλαβοβουλγαρικήν, είχε φτάσει να ξέρει όλα τα απολυτίκια, ευαγγέλια, πράξεις των αποστόλων απ’έξω κι ανακατωτά. Στη γλώσσα των ευαγγελίων μάλιστα κατά τί παρεφθαρμένα. Έλεγε για παράδειγμα «τα ικούσια και τα κούσια» εκ του «τα εκούσια και τα ακούσια» και άλλα πολλά. Όρθρους να θες. Πουρνό πουρνό, με την πάχνη στα μάτια των ζώων, στα στόματα των λουλουδιών και τα κράσπεδα, ξεκίναγε την θεία λειτουργία.
Αυτά τα καινούργια άμφια ήταν γαλάζια και μοιάζαν μεταξωτά αλλά ήταν συνθετικά σατέν, δηλαδή λαμπάδιαζαν με το πρώτο. Ανήμερα του άη Δημήτρη φορόυσε αυτή τη στολή και άλλαζε αμέσως το πρόσωπο της εκκλησίας, αναθαρρούσε το ποίμνιο, άνοιγε θαρρείς το μάτι των χωριανών. Την μέρα αυτή είχαμε καλεσμένους παπάδες από τα διπλανά χωριά και πολλές φορές στην λειτουργία πρωτοστατούσε ο ίδιος ο Δεσπότης.
Μέσα στον ναό υπήρχε μία ξύλινη σκαλιστή κατασκευή, ο λεγόμενος θρόνος του Κυρίου, που λέγεται ότι ήταν μάλλον προορισμένος για τον Δεσπότη, ο οποίος όμως δεν τον χρησιμοποιούσε ποτέ, είτε από ταπεινοφροσύνη, είτε για να μην στέκεται σαν χάνος στην μέση της εκκλησίας και τον κοιτάνε όλοι. Ήταν ένας ωραίος θρόνος, ξυλόγλυπτος, επενδυμένος με βελούδο, που στεκόταν απείραχτος για χρόνια, δεν επιτρεπόταν να καθίσει κανείς και το μόνο που κάναν ήταν να τον ξεσκονίζουν πριν τις μεγαλες γιορτές. Ίσως μια φορά να έχω δει τον Δεσπότη να κάθεται στον θρόνο του, ανήμερα του άη Δημήτρη, μέσα σε μια ασφυκτικά γεμάτη εκκλησία που την κάλυπτε η αχλή, αλλά κι αυτή η θύμηση είναι πολύ αχνή.
Ο Δεσπότης του τότε, τώρα έχει πεθάνει. Μετέπειτα τον διαδέχθηκε κάποιος πατήρ Ι. που είχε μια μειλιχιότητα σαν χαρακτήρας. Θυμάμαι ένα Πάσχα όταν ήταν ακόμη αρχιμανδρίτης, είχα πάει να εξομολογηθώ και βρήκα έναν Ι- ο οποίος λεγόταν ότι είχε το χάρισμα της ευγλωττίας, τα έλεγε καλά δηλαδή- καθισμένο στα ακριανά στασίδια, ούτε καν στο λεγόμενο εξομολογητήριο, σκέτο ράκος. Κι αυτό γιατί, από τις απανωτές μαρτυρίες των πιστών, που συνέρρεαν κατά εκατοντάδες να ζητήσουν άφεση αμαρτιών, λίγες μέρες πριν την ξεχωριστή μετάληψη της θείας κοινωνίας την ημέρα του Πάσχα, ο Ι τα ‘χε φτύσει. Είχε γίνει χώμα, και ό,τι και να του έλεγες απαντούσε με ένα σκέτο, ξερό, εξασθενημένο, συγκαταβατικό «ναι». Και φόνο που λέει ο λόγος να είχε εξομολογηθεί κάποιος εκείνη την ημέρα θα περνούσε στο ντούκου. Τι να φτουρήσουν τα κλεμμένα σοκολατάκια από την φοντανιέρα που λέγεται ότι μονοπωλούσαν τις παιδικές «εξομολογήσεις», μαζί με την εξιστόρηση «βρόμικων» εφηβικών συνηθειών.

Εν τω μεταξύ ανήμερα του άη Δημήτρη, η εκκλησία έσφυζε από κόσμο, οι πεντάρτοι στοιβάζονταν πάνω στο πάγκο του Ιερού και δεκάδες μπουκάλια μαυροδάφνη κατέκλυζαν το πάτωμα. Δυο μαθητές θα διάβαζαν τον βίο του αγίου ανεβασμένοι στο βήμα του παπά. Κάθε χρόνο τα ίδια. Αν θυμάται κανείς κάτι από τον βίο του αγίου, να μου τρυπήσει τη μύτη. Ο παπά Γρηγόρης ασφαλώς τα είχε μάθει όλα φαρσί, παπαγαλία. «Επί αυτοκράτορα Διοκλητιανού, δολοφονήθηκε από τον Μαξιμιανό κτλ..» .
Με το πέρας του “πανηγυριού”, τα μπλε, νάυλον άμφια, έμπαιναν πάλι πίσω στο συρτάρι. Το συρτάρι ήταν ένα, μόνο του, χωρίς συρταριέρα, τοποθετημένο πάνω σε δύο καρέκλες βαλμένες η μία δίπλα στην άλλη. Του το ‘χε χαρίσει μια πιστή, γιατί τον λυπήθηκε που τον είδε να τα κρεμάει από ένα καρφί, δίπλα από την ιερή τράπεζα. Έμεναν εκεί τα άμφια, ξαπλωμένα, στην κάσα τους, να λιβανίζονται σαν άλλος άη Δημήτρης, μυρόβλυζαν κι αυτά, και πιάναν δουλειά κάθε 26η του Οκτώβρη. Τότε είναι που ανθίζουν και τα χρυσάνθεμα που αλλιώς τα λένε κι αγιοδημητριάτικα.





Leave a comment