Οι «Όρνιθες» του Αριστοφάνη αποτελούν αδιαφιλονίκητα την κορυφαία κωμωδία του αρχαίου μας ποιητή και κάθε της ανέβασμα
αποτελεί μοναδικό καλλιτεχνικό γεγονός. Θαρρείς πως την έφτιαξε από μια θεϊκή ύλη που δίνει την ευχέρεια στους μεταγενέστερους δημιουργούς να ανα-πλάσουν και να μετασχηματίσουν τα συστατικά της με τροπο ώστε τα νοήματα να μεταφέρονται ατόφια όπως και την πρώτη φορά που παίχτηκε μπροστά στο κοινό.
Αυτή η θεϊκή ύλη δεν είναι παρά η απαράμιλλη λυρικότητα του ποιητικού λόγου: αυτού που έγινε για να ποιεί, ο αιώνιος άφθαρτος Λόγος, το Άλφα και το Ωμέγα, η πνοή και η ανάσα της ύπαρξης.
Κι επειδή όλα αυτά ίσως να ακούγονται κάπως βαρύγδουπα και εφόσον μιλάμε κυρίως για κωμωδία, ο Άρης Μπινιάρης φαίνεται να ξέρει πως η άλλη όψη της μαγείας του θεϊκού νομίσματος είναι η αθωότητα μας. Γι αυτό μπήκε στο παιδικό του δωμάτιο κι άρχισε να ψάχνει τα κόμικς της παιδικής μας ηλικίας. Αφού ανέσυρε τις μαγικές φωνές των κινουμένων σχεδίων και των επιβλητικών τους ηρώων, τις επικές μουσικές των εμβληματικών ταινιών animation, τη μυσταγωγία του Θρακικού ζουρνά και την αφοσίωση και αγάπη των αυτόχθονων Ινδιάνων ( κατεξοχήν φέροντες φτερά – και τους συμβολισμούς αυτών ) στη φύση, – συστατικά φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους- έστησε το σκηνικό – κράμα για τους «δικούς» του «όρνιθες». Με υλικά του τώρα, που όμως διατήρησαν ανέπαφο κάτι ή πολύ από το αρχέγονο μάγμα των πρωτομαστόρων του είδους.
Φως, ήχος και φωνές ήταν τα θεμελιώδη υλικά της παράστασης, καθώς με αυτά επιβάλλεται και υποβάλλεται το θέαμα στους θεατές. Φωνές και κινησιολογία από οικείους και γνώριμους χαρακτήρες ηρώων – όπως η ζωηρή και αλαφροΐσκιωτη περσόνα του Μπομπ του Σφουγγαράκη που μοιάζει να υιοθέτησαν οι πρωταγωνιστές- μετέφεραν με το στόμφο και την εκφραστικότητα που ταιριάζει στο έργο τα καίρια μηνύματα και τους επίκαιρους συμβολισμούς, χρησιμοποιώντας τα δυνατά τους στοιχεία.
Το φως άλλωστε, που θύμιζε φίλτρο σέπιας, έντυνε τη δράση σαν πέπλο άχρονο με χρώμα διακριτό, σαν περιτύλιγμα αιωνιότητας εύληπτο αλλά καθόλου ευτελές.
Το σκηνικό αμετάβλητο από την αρχή ως το τέλος. Μια συστάδα ξερακιανών στύλων που προσιδίαζαν με λεπτούς κορμούς δέντρων, μερικά με μια υποψία βλάστησης και άλλα με μια πατημένη απόληξη σαν να τις τάπωσε ένα τεράστιο σφυρί και να τις μετέτρεψε σε υπερμεγέθη καρφιά. Έρημο τοπίο, τόπος του αγνώστου. Απόκοσμη μέση του πουθενά. Κρανίου τόπος και κορυφή των ανεμοδαρμένων υψών. Εκεί που καταλήγουν οι επίμονοι αναζητητές του νοήματος. Εκεί που η απώλεια της ελπίδας ενώνεται με την ανακάλυψη του σύμπαντος κόσμου. Ένας Σταυρός του μαρτυρίου που προοικονόμησε η κλασσική εποχή (σάμπως κι ο Χρόνος δεν είναι ένας;). Κατοικίες στυλιτών. Παρά τη φαινομενική στατικότητα και ανυδρία ήταν διάχυτη η αίσθηση πως αυτές οι ξύλινες πρόκες ανέδιδαν καθαρό οξυγόνο όπως κάθε κομμάτι της χλωρίδας στον πλανήτη. Μοιάζαν να έχουν ασκηθεί σε μια προαιώνια αρετή: την υπομονή, την καρτερικότητα, την επαφή με τον εσωτερικό λόγο της ύπαρξης, την κινητοποιό δύναμη του κόσμου, τον καθάριο αέρα, την ελευθερία.
Αυτές οι αρετές διαπερνούσαν το έργο από την αρχή μέχρι το τέλος και παίζαν το υπόκωφο τέμπο τους, δίναν τον ρυθμό και κάνανε…καλό χαμό.
Γιατί οι θεατές ανταποκρίθηκαν με γέλια και χειροκρότημα. Συνέπασχαν και συμμετείχαν, ταυτίζονταν, ήταν παρόντες στα δρώμενα, γίναν ένα σώμα με το αιώνιο σώμα των ανθρώπων που εκφράζουν ευγνωμοσύνη όταν κάποιος γράφει ένα-τουλάχιστον- έργο που μιλάει τόσο πολύ για την αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης τους. Ελαφριάς σαν φτερά πουλιών, σαν τον αέρα που αναπνέουμε, σαν την αναπνοή, και σαν τη χαρά της αυτοδιαχειριζόμενης ζωής.
Οι «Όρνιθες» είναι ένας αριστοφανικός ύμνος εις την ελευθερία. Ενάντια στην φαυλότητα και τον παραλογισμό. Στηλιτεύει τα κακώς κείμενα και εξυψώνει την αξία της συλλογικής πάλης και του αγώνα απέναντι στην αυθαιρεσία της κάθε εξουσίας, είτε αυτή προέρχεται από ανθρώπους, ανθρωπάκια, ανδρείκελα, είτε από θεούς ή δαίμονες.
Ο Αριστοφάνης- και κατά πόδας ο Μπινιάρης- δεν βαυκαλίζει και δεν μασάει τα λόγια του. Δεν ωραιοποιεί. Δεν στρογγυλεύει τα πράγματα. Απλώς επισημαίνει την αλήθεια. Εμφανίζει τον Προμηθέα να ξαναδίνει πάλι την φωτιά στους ανθρώπους εν είδη ζεστών λόγων ενθάρρυνσης, την στιγμή που όλα μοιάζουν να κρέμονται από μια λεπτή κλωστή.
Όταν όλοι γίνονται ένα σαν γροθιά, ξαναγεννιούνται και εξυψώνονται μέσα από το τραγούδι. Αναπτερώνονται. Έλα με το τραγούδι να γεννηθείς ξανά, τραγουδάει ο χορός. Το τραγούδι τους δίνει φτερά, τους πάει ψηλά, στον αέρα, στον τόπο των πουλιών. Εκεί που ο Λαός παίρνει ακόμα μια Ανάσα.





Leave a comment