Η ζωή είναι μια πορώδης άυλη πέτρα από ανολοκλήρωτα πράγματα τοποθετημένα σε στρώσεις, βαλμένα με αρκετή τάξη δήθεν για να μην πιάνουν πολύ χώρο. Κολλάνε όλα μαζί θέλουν δεν θέλουν με αυτή τη σκόνη που αφήνουν οι μέρες σαν αλεύρι που μίσκει μετά από το ζύμωμα. Ύστερα το μουσκεύουν η βροχή και τα δάκρυα και να σου η αλευρόκολλα του χρόνου μπαίνει ανάμεσα στα μεγάλα χωρίσματα ίσα για να τα κάνει να μην κουνιούνται πολύ. Πάντα μένουν όμως κενά και κουφάλες και το νέο κατασκεύασμα από ανακυκλώσιμα υλικά παρελθόντος μοιάζει σαν αλλόκοτο έργο τέχνης του Γκαουντί, με τις αναμνήσεις να μπαινοβγαίνουν πότε σαν δροσερό αεράκι το έαρ και πότε σαν δυσωσμία μέσα από φρεάτιο.
Καλλιτέχνες είμαστε όλοι μας και αφήνουμε πίσω μας μοναδικά έργα τέχνης καμωμένα αριστοτεχνικά με τα αποτυπώματα που χαράσουμε στην επιφάνεια της γης – ιδίως σε περιόδους ανομβρίας – και στις επιφάνειες του αέρα γύρω μας. Αερόγλυπτα χρόνια περνάνε πάνω στην χωματένια επιφάνεια που σοφά μας τραβάει κάτω για να μην πετάμε άτσαλα, να μην χτυπάμε στις γωνίες των επίπλων γύρω από τον χρυσό θρόνο του Σωτήρα φημών. Βιδωμένοι σχεδόν στην επιφάνεια την μάνας γης δεν ξέραμε ότι μπορεί να πέσουμε ακόμα πιο κάτω. Να πέσουμε και να γίνουμε χάλια από τη σκόνη του δρόμου.
Πέφτω και γίνομαι χάλια, σηκώνομαι και τινάζομαι, ένα βρόμικο χέρι με σηκώνει παρά τη θέληση μου, ένα καταλερωμένο βλέμμα τείνει χείρα βοήθειας μπροστά στα μάτια μου. Το στέλνει ο Πανάγαθος από πάνω, να σηκώσει εμένα τον πεπτωκότα που ήθελα να ανακατευτώ με τα όρνια και με φάγανε οι σκόνες και τα πατημένα χώματα. Σηκώνομαι με αλευρωμένα ρούχα να μυρίζουν πίτουρα, φτερά και πούπουλα, φτηνά, από δεύτερο χέρι. Και να ‘ταν αυτή η Πρώτη σκόνη, ποιος να το λέγε. Πρωτόπλαστης φρατζόλας αλεύρι που ξέμεινε στο ταψί που μας χόρευε ο Πλάστης ούτε στα όνειρα μας. Λίγοι ήταν οι τυχεροί που τους βρόμισε το πρώτο εκείνο χαρμάνι. Οι υπόλοιποι, κάτι τρισεκατομύρια δηλαδή, κυλιόμαστε πάνω σε μεταχειρισμένο αλεύρι για χίλιες και μία χρήσεις από καταβολής κόσμου. Παρηγοριόμαστε εδώ και αιώνες από το ίδιο εκείνο ομόρριζο παραμυθάκι που μας βάζει για ύπνο πριν προλάβουμε να κονιορτοποιήσουμε τα όνειρα μας μπροστά στα ίδια τα μάτια των παιδικών μας κινουμένων σχεδίων από άμμο. Κάθε πρωί γεμίζουμε το ίδιο τρύπιο κουβαδάκι με γλυφό νερό. Αμέρωτη η δίψα για ζωή.






Leave a comment